εκσπερμάτωση

εκσπερμάτωση
[экспэрматоси] ουσ θ извержение семени.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκσπερμάτωση" в других словарях:

  • εκσπερμάτωση — η εκσπερμάτιση …   Dictionary of Greek

  • εκσπερμάτωση — η βλ. εκσπερμάτιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσπερμάτιση — η κ. σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, σπερματισμός) η εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • εκσπερμάτιση — η χύσιμο, αποβολή σπέρματος, εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • εξονειρωγμός — ἐξονειρωγμός, ο (Α) [εξονειρώσσω] ονείρωξη, ακούσια εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο …   Dictionary of Greek

  • εξονειρώσσω — ἐξονειρώσσω και ἐξονειρώττω (Α) παθαίνω ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονειρώσσω «παθαίνω εκσπερμάτωση κατά τον ύπνο»] …   Dictionary of Greek

  • καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • ονείρωξη — (Ιατρ.). Εκσπερμάτωση στη διάρκεια του ύπνου, που συχνά συμβαίνει σε συνδυασμό με κάποιο όνειρο σεξουαλικού περιεχομένου. Είναι όμως δυνατό να οφείλεται και σε νευρική υπερδιέγερση, αυνανισμό ή παρατεταμένη εγκράτεια. * * * η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και …   Dictionary of Greek

  • εκσπερμάτιση — εκσπερμάτιση, η και εκσπερμάτωση, η 1. η ενεργητική εκτίναξη του σπέρματος από το γεννητικό σύστημα, το χύσιμο. 2. ονείρωξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»